διόρυγμα

διόρυγμα
το (AM διόρυγμα) [διορύσσω]
διώρυγα, τάφρος
αρχ.
1. υπόγεια είσοδος, υπόγειος διάδρομος
2. τρύπα που σχηματίστηκε από πολεμική χελώνη
3. υπόνομος, οχετός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διόρυγμα — cut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορυγμάτων — διόρυγμα cut neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορύγμασι — διόρυγμα cut neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορύγμασιν — διόρυγμα cut neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορύγματι — διόρυγμα cut neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορύγματος — διόρυγμα cut neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱԿԱՆ — (յական.) NBH 1 0021 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. διόρυγμα fossa. perfossio Փոս կամ ծակ իբրեւ ակն՝ փորեալ ընդ երկրաւ կամ յորմս առ գողութեան եւ յայլ պէտս, որ եւ վիհ. նկուղ. ... *Եթէ յական գտանիցի գող, եւ խոցեալ մեռցի, չէ այն նմա… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”